- έκχυτος
- -η, -ο (AM ἔκχυτος, -ον)1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» — πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιάβ. «έκχυτος γέλως» — υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιογ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» — κατηγορία πυριγενών στρωμάτων, αλλιώς «ηφαιστειογενή πετρώματα».
Dictionary of Greek. 2013.